τσάγκρα

τσάγκρα
η
μονόκαννο κοντό κυνηγετικό όπλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσάγκρα — και τσάγγρα και τζάγκρα και τζάγγρα, η, ΝΜ (στον τ. τζάγγρα) (στο Βυζ.) τόξο το οποίο είχε στο μέσον σωλήνα για την τοποθέτηση τού βέλους πριν την εκτόξευσή του και είχε εισαχθεί στο Βυζάντιο από τη Δύση, κατά τον 12ο αιώνα, υπό την επίδραση τών… …   Dictionary of Greek

  • τζάγγρα — Βαρύ τόξο που χρησιμοποιούσαν στη δυτική Ευρώπη και στο Βυζάντιο, πιθανότατα τον 11o αι. Η τ. είχε στη μέση σωλήνα, μέσα στον οποίο τοποθετούσαν το βέλος, που ήταν κοντό με σιδερένια αιχμή. Το βέλος εκτοξευόταν με τόση σφοδρότητα, ώστε… …   Dictionary of Greek

  • τζάγκρα — η, Ν βλ. τσάγκρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”